- ξενικός
- -ή, -ο(ΑΜ ξενικός, -ή, -όν, Α και ξενικός, -όν ιων. τ. ξεινικός, -ή, -όν) [ξένος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ξένους, ο σχετικός με τους ξένους (α. «ξενικά ήθη και έθιμα» β. «ξενικόν νόμισμα», Πλάτ.)2. αυτός που προέρχεται από ξένη χώρα, ξένος, αλλότριος (α. «ξενικές επιδράσεις» β. «ξενικά πεπόνια» γ. «παύσας ὑμᾱς ξενικοῑσι λόγοις μή λίαν ἐξαπατᾱσθαι», Αριστοφ.)3. (για ύφος) αυτός που περιέχει ασυνήθιστες ξένες λέξεις και φράσειςνεοελλ.(για λέξη, κατάληξη ή φράση) αυτός που χρησιμοποιείται στην Ελληνική, ενώ προέρχεται από άλλη γλώσσααρχ.1. (για στρατιώτη ή πλοίο) ξένος που μισθωνόταν για στρατιωτική υπηρεσία («ναῡς τε τρεῑς καὶ ἑβδομήκοντα μάλιστα ξὺν ταῑς ξενικαῑς», Θουκ.)2. φιλόξενος, φιλικός3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξενικήφιλική σχέση, όπως είναι η σχέση μεταξύ τού ατόμου που φιλοξενεί και τού φιλοξενουμένου4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξενικόνα) η τάξη τών ξένωνβ) δικαστήριο που εξεδίκαζε υποθέσεις ξένωνγ) μισθοφορικό στράτευμα («ἀκούω ξενικὸν τρέφειν ἐν Κορίνθῳ τὴν πόλιν», Δημοσθ.)δ) (για νόμους) ξένη προέλευση.επίρρ...ξενικώς και -ά (Α ξενικῶς)με ξενικό τρόπο («τῷ άλφα ξενικῶς ἀντὶ τοῡ ἦτα χρησάμενος», Πλάτ.)αρχ.με φιλόξενο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.